- κάθεμα
- το (Α κάθεμα και κάθημα) [καθίημι]νεοελλ.ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα ποντισμένης άγκυρας πλοίου, κν. καλούμο, αλλ. έκταμααρχ.κυρίως, αυτό που έχει αφεθεί προς τα κάτω και ειδ. το περιδέραιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάθεμα — necklace neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέματα — κάθεμα necklace neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέματος — κάθεμα necklace neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CATHENA — Latinis ex Κάθεμα Graeco unde et Kethem Hebraeis, Proverb. c. 25. v. 12. ubi iungitur cum margarita, et apud Danielem, ubi cum ophas: monile significat aurô et gemmis variatum Hesych. Κάθεμα ὁ κατα ςτῆθος ὅρμος: Polluci κάθημα, ex Antiphane… … Hofmann J. Lexicon universale
καθεμάτιον — καθεμάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κάθεμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάθεμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ποιημάτ ιον, ρυάκ ιον)] … Dictionary of Greek
έκταμα — το (Α ἔκταμα) το αποτέλεσμα τού εκτείνω*, η έκταση, το μήκος κατά το οποίο εκτείνεται κάτι νεοελλ. ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα τής άγκυρας τού πλοίου, αλλιώς κάθεμα*, κν. καλούμο* … Dictionary of Greek
κάθημα — κάθημα, τὸ (Α) κάθεμα* … Dictionary of Greek
καθετήρας — Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως… … Dictionary of Greek
καλούμο — το ναυτ. το μήκος τής αλυσίδας ποντισμένης άγκυρας, αλλ. έκταμα, κάθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caluma] … Dictionary of Greek
προκάθεμα — το, Ν ναυτ. μέρος τού προς την άγκυρα εκτάματος τού παλαμαριού ή της αλυσίδας τής άγκυρας, κν. μόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κάθεμα «το μήκος αλύσεως». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek